- τάργανον
- (I)τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -ανον (πρβλ. ξό-ανον). Η σύνδεση τής λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Πιθανότερη φαίνεται η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τα ἀτρεκής* και ἄτρακτος* και ανάγεται σε αμάρτυρο αρχικό ρ. με σημ. «στρέφω, γυρίζω» αντίστοιχο τού λατ. torqueo «στρέφω». Όσον αφορά, εξάλλου, στη σημ. τής λ. έχει παρατηρηθεί ότι το ρ. τρέπω «στρέφω» έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει υγρά, όπως γάλα ή κρασί, που έχουν χαλάσει, έχουν κόψει, έχουν ξινίσει: ὁ οἶνος τρέπεται και τροπίας «κρασί που έχει ξινίσει» (πρβλ. και το γαλλ. le vin tairne). Η σύνδεση, τέλος, τού τάργανον με τη λ. σαργάνη* (πρβλ. «ταργάναιπλοκαί συνδέσεις») δεν θεωρείται πιθανή].————————(II)τὸ, Αείδος υδρόβιου φυτού, η ίππουρις.
Dictionary of Greek. 2013.